Είχε πολύ κουραστεί, από τον εαυτό της, από την προσπάθεια, το φόβο και την ενοχή…Τα δύο τελευταία χρόνια συνεχώς αναζητούσε τη δύναμη, την υποστήριξη και τον τρόπο να ξαναβρεί τον εαυτό της…τη δύναμη να «τα καταφέρνει», όπως παλιά, την επιθυμία της να συνδέεται ευχάριστα με τους ανθρώπους και τη θέληση να αγαπά και να αγαπιέται, να φροντίζει και να νοιάζεται…να θέλει.
Όσο μεγάλωνε η ενοχή, βάθαινε στην αβοηθησία. Δεν ήξερε ποια είναι, χάνοντας κάθε έλεγχο στη ζωή και στα συναισθήματα της. Όσο βάθαινε η αβοηθησία, μεγάλωνε ο φόβος, η απομόνωση, η ταραχή της, αποσυγκροτώντας πλέον κάθε σκέψη και λειτουργία. Έμοιαζε όλο και ποιο δύσκολο να ξεκινήσει από κάπου, από μια μικρή έστω και ανεπαίσθητη αλλαγή.
Ζητούσε βοήθεια, σε σχεδόν πλήρη αποστασιοποίηση και εσωτερική αποδόμηση. Δεν είχαν απομείνει, πράγματι, πολλοί τρόποι να βοηθηθεί….
Μια απλή κουβέντα, μια απλή αβίαστη προτροπή:
“Ονειρέψου, φαντάσου μια αλλαγή, δική σου, μόνο δική σου. Εσύ κι αυτή! Κάνε την όνειρο και αγάπησέ το…κάθε μέρα ποιο πολύ…φαντάσου την και νιώσε την, πως είναι; Πως σε κάνει να νιώθεις; Πως νομίζεις νιώθουν οι άλλοι για αυτή; Και μετά, τι σε χωρίζει από αυτή; Γιατί μοιάζει μακρινή;”
Έγινε η καθημερινή της σκέψη, ένας χώρος δικός της, όπου σιγά σιγά έβρισκε στην αρχή ανακούφιση και αργότερα έβρισκε…νόημα που άρχισε δειλά και σταθερά να χτίζει συνδέσεις…με τον εαυτό της και με τους άλλους. Γύρω από αυτό το νόημα, το δικό της νόημα, άρχισε να χτίζει επιθυμίες και οι επιθυμίες άρχισαν να χτίζουν, γέφυρες και τρόπους αλλαγής, δικής της αλλαγής….